Δημόφιλος

Δημόφιλος
I
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ποιητής της Νέας κωμωδίας (4ος-3ος αι. π.Χ.). Φέρεται ως ο συγγραφέας της κωμωδίας Οναγός, που μεταφράστηκε στα λατινικά και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από τον Πλαύτο για τη συγγραφή του έργου του Asinaria.
2. Ιστορικός (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Έζησε στα χρόνια μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν γιος του ιστορικού Εφόρου και συνεχιστής του έργου του.
3. Πυθαγόρειος φιλόσοφος (3ος αι. μ.Χ.). Ήταν σύγχρονος του φιλοσόφου Ιάμβλιχου. Έγραψε το έργο Όμοια ή βίου θεραπεία εκ των Πυθαγορείων.
II
(; – 385; μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370-380). Εξελέγη επίσκοπος Βέροιας από τους αρειανούς και αργότερα έγινε πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, με ενέργειες του επισκόπου Ηρακλείας Θεόδωρου. Όταν το 380 ο Θεοδόσιος ο Μέγας παρέδωσε στους ορθόδοξους τους ναούς που είχαν στην κατοχή τους οι αρειανοί, ανάγκασε και τον Δ. να παραιτηθεί. Ο Δ. συνέχισε να ιερουργεί έξω από τα όρια της Κωνσταντινούπολης. Σύντομα όμως, υπό την πίεση των γεγονότων, αναγκάστηκε να καταφύγει στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Βέροια, όπου και πέθανε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δημόφιλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημοφίλου — Δημόφιλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημοφίλῳ — Δημόφιλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημόφιλε — Δημόφιλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημόφιλον — Δημόφιλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Демофил (архиепископ Константинопольский) — Демофил Δημόφιλος 32 й архиепископ Константинопольский начало 370   26 ноября 380 …   Википедия

  • Demophilus — (Ancient Greek: Δημόφιλος) may refer to: Demophilus (Thespiae) led a contingent of about 700 the Thespians at the Battle of Thermopylae (480 BC) Demophilus, an ancient Greek artist from Sicily Demophilus (historian) edited the first universal… …   Wikipedia

  • Demophilos — (griechisch Δημόφιλος, lateinisch Demophilus „Volksfreund“) ist der Name folgender Personen: Demophilos (Thespier), Anführer des Kontingents der Stadt Thespiai bei der Schlacht an den Thermopylen 480 v. Chr. Demophilos (Gnomologe), Verfasser …   Deutsch Wikipedia

  • έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… …   Dictionary of Greek

  • Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”